ιδεάζω

ιδεάζω
1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό
2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. -άζω (πρβλ. ακμ-άζω, δικ-άζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιδεάζω — ιδεάζω, ιδέασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδεάζω — ιδεάστηκα, ιδεασμένος 1. ειδοποιώ κάποιον, του ανοίγω τα μάτια. 2. το παθ., ιδεάζομαι υποπτεύομαι κάτι, μπαίνω σε ιδέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • προϊδεάζω — Ν βάζω σε κάποιον ιδέα για κάτι που θα συμβεί ή για κάτι που συνέβη, προδιαθέτω κάποιον για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ιδεάζω (< ιδέα). Το ρ. μαρτυρείται από το 185β στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”